- ημιγένειος
- ἡμιγένειος, -ον (Α)(για νεανία) αυτός που δεν έχει ακόμη όλα τα γένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -γενειος (< γένειον < γένυς), πρβλ. ευθυ-γένειος, πρωτο-γένειος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιγένειος — but half bearded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek